- ἀρνούμενοι
- ἀρνέομαιdenypres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъврещисѧ — (392), ОТЬВЬР|ГОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. 1.Отказаться: Въ се (ж) лѣ(т) ѿвьржесѧ археп(с)пъ iѡ҃ новагорода. ЛН XIII2, 13 (1130); || уйти (от жены, мужа), развестись: и аще отьвьргъшююсѧ нѣкѹю живѹ сѹщю мѹжю. принѹди да не прощенъ бѹдеть. (ἀποταξαμένην) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… … Dictionary of Greek
Κούγκι — Οχυρός πύργος στο Σούλι. Ήταν χτισμένος πάνω σε απότομο βράχο, μέσα στον οποίο βρισκόταν και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το 1803 ο Αλή πασάς περικύκλωσε την περιοχή με τη βοήθεια του προδότη Πήλιου Γούση. Τότε, περίπου 400 Σουλιώτες… … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek
προραφαηλικοί — (ή Προραφαηλική Αδελφότητα Pre Raphaelite Brotherhood). Ομάδα ζωγράφων και λογοτεχνών, που ίδρυσε το 1848 στην Αγγλία ο ποιητής και ζωγράφος Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, και η οποία περιλάμβανε τους ζωγράφους Ουίλιαμ Χόλμαν Χαντ, Τζον Έβερετ Μιλέ και … Dictionary of Greek
Σαδουκαίοι — Μέλη ενός πολιτικοθρησκευτικού ρεύματος του ιουδαϊσμού, γνωστοί ήδη από την εποχή των Μακκαβαίων (2ος αι. π.Χ.) ως αντίπαλοι των Φαρισαίων: το όνομά τους προέρχεται από το Σαδώκ, από τον οποίο υποστήριζαν ότι κατάγονται, ή από το σαδδίκ =… … Dictionary of Greek